τράπουλα

τράπουλα
η колода карт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τράπουλα" в других словарях:

  • τράπουλα — Η καταγωγή της τ. είναι αβέβαιη, γιατί οι παραδόσεις κατά τις οποίες τα τραπουλόχαρτα εφευρέθηκαν στην Ινδία ή στην Κίνα δεν στηρίζονται σε βέβαιες μαρτυρίες. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο πως η τ. δεν είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση. Λέγεται ότι στην… …   Dictionary of Greek

  • τράπουλα — η (λ. ιταλ.), δεσμίδα από παιγνιόχαρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Giannis Skarimpas — Giannis Skarimpas, Giannis Skarimbas or Yiannis Skarimbas (Γιάννης Σκαρίμπας) (September 28, 1893 in Agia Efthymia near Amfissa January 21, 1984) was a Greek writer, dramatist, and poet.BiographyHe was born in Agia Efthymia in the Parnassida area …   Wikipedia

  • κουμουδί — το 1. το ισχυρότερο χαρτί σε μερικά παιχνίδια με τράπουλα 2. μτφ. πονηρός άνθρωπος, ικανός για κάθε κακή ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. comodo] …   Dictionary of Greek

  • κούπα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 65 χλμ. ΒΔ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αξιούπολης. * * * η (ΑM κούπα) νεοελλ. 1. είδος… …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • μανικοκάπι — το 1. το μανίκι τής κάπας 2. φρ. «έχει την τράπουλα στο μανικοκάπι» λέγεται για μανιώδη χαρτοπαίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανίκι + κάπα] …   Dictionary of Greek

  • μπάζα — (I) η 1. κέρδος, ιδίως αθέμιτο 2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτιά που κερδίζει κανείς σε έναν γύρο σε ορισμένα παιχνίδια με την τράπουλα, χαρτωσιά («πήρα πέντε μπάζες») 3. φρ. α) «δεν πιάνω μπάζα (μπροστά του)» δεν αξίζω τίποτε (σε σύγκριση με αυτόν) β) …   Dictionary of Greek

  • ξεσκαρτάρισμα — το [ξεσκαρτάρω] αφαίρεση από την τράπουλα τών χαρτιών που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. απαλλαγή ενός συνόλου από τα περιττά ή άχρηστα πράγματα, το ξεδιάλεγμα, η διαλογή …   Dictionary of Greek

  • ξεσκαρτάρω — 1. αφαιρώ από την τράπουλα τα χαρτιά που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. βγάζω τα σκάρτα, αποβάλλω από ένα σύνολο τα άχρηστα ή περιττά πράγματα, ξεδιαλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαρτάρω «αποβάλλω τα… …   Dictionary of Greek

  • πινάκλ — το, Ν χαρτοπαίγνιο που παίζεται με τράπουλα τών 52 φύλλων συν 2 τζόκερ ή μπαλαντέρ, από δύο, τρία ή και τέσσερα άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pinacle < λατ. pinnaculum «πτερύγιο»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»